οἰκοδέγμων

οἰκοδέγμων
οἰκοδέγμων
one who receives people into his house
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οικοδέγμων — οἰκοδέγμων, όνος, ὁ (Α) αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, νεκρο δέγμων] …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”